κατατροπώνω

κατατροπώνω
κατατρόπωσα, κατατροπώθηκα, κατατροπωμένος, κατανικώ κάποιον: Ο εχθρός κατατροπώθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατροπώνω — κατατροπώνω, κατατρόπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατατροπώνω — (AM κατατροπῶ, όω) νικώ κάποιον και τόν τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος μσν. μέσ. κατατροποῡμαι, όομαι κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῡ καὶ χώρας», Διγεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατατροπώ < κατ(α) * + τροπῶ… …   Dictionary of Greek

  • ακατατρόπωτος — η, ο [κατατροπώνω] εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατατροπωθεί, να υποστεί συντριπτική ήττα …   Dictionary of Greek

  • εκπολεμώ — (I) ἐκπολεμῶ ( έω) (Α) 1. εμπλέκω ή παροτρύνω σε πόλεμο 2. πολεμώ με όλες μου τις δυνάμεις 3. έρχομαι σε πόλεμο 4. παθ. καταπολεμούμαι. (II) ἐκπολεμῶ ( όω) (Α) 1. παρασύρω κάποιον σε πόλεμο 2. γίνομαι εχθρός κάποιου 3. προκαλώ δυσμένεια κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • κατανικώ — (AM κατανικῶ, άω) νικώ κατά κράτος, κατατροπώνω («ὅταν οἵ γ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται», Σοφ.) νεοελλ. ξεπερνώ κάτι με προσπάθεια («κατανίκησε το πάθος του για το ποτό») …   Dictionary of Greek

  • καταπαλαίω — (AM) 1. καταβάλλω, κατατροπώνω, νικώ κάποιον σε πάλη 2. μτφ. επιβάλλομαι σε κάποιον, υπερνικώ κάποιον ή κάτι, αντικρούω («οἱ λόγοι καταπαλαίουσιν λόγους», Ευρ.) 3. ξεπουλώ κάτι, τό «ξεκάνω», τό διασκορπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλαίω… …   Dictionary of Greek

  • κατατροπώ — κατατροπῶ, οω (AM) βλ. κατατροπώνω …   Dictionary of Greek

  • κατατσακίζω — (Μ κατατσακίζω) (επιτ. τ. τού τσακίζω) 1. τσακίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω 2. μτφ. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω («τόν κατατσάκισε η δουλειά») 3. κατανικώ, κατατροπώνω μσν. 1. αθετώ,… …   Dictionary of Greek

  • τροπώ — (I) έω, Α (σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ τού τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε έω / ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)]. (II) όω, ΜΑ [τροπή] τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω. (III) όω, Α βλ. τροπώνω …   Dictionary of Greek

  • κατανικώ — και κατανικάω κατανίκησα, κατανικήθηκα, κατανικημένος, νικώ κάποιον ολοκληρωτικά, κατατροπώνω: Οι Έλληνες κατανίκησαν τους Τούρκους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”